- τετοιώνω
- μετ. (не имеет определённого значения и употребляется, когда затруднительно подобрать нужный глагол):έλα τέτοιωνε να φάμε сообрази чего-нибудь поесть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τετοιώνω — Ν [τέτοιος] 1. (σε περιπτώσεις που ο ομιλητής δεν μπορεί ή δεν θέλει να μεταχειριστεί το κατάλληλο ρήμα) φέρνω κάτι σε πέρας, κάνω κάτι («τό πήρα και... τό τέτοιωσα, ντε...») 2. (ιδιωμ.) συνουσιάζομαι, αλλ. απαυτώνω … Dictionary of Greek